ερύκω

ερύκω
ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α)
1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.)
2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή
3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο
4. συγκρατώ, περιστέλλω, καταστέλλω («σὸν θυμὸν ἐρυκακέειν», Ομ. Οδ.)
5. εμποδίζω, κωλύω («μὴ δὲ μ’ ἔρυκε μάχης» — μη μέ εμποδίζεις από τού να μάχομαι)
6. κρατώ κάποιον για να τόν φιλοξενήσω
7. κρατώ κάποιον με τη βία, τόν εμποδίζω να φύγει («τὸν δ’ οἷον νύμφη πότνι’ ἔρυκε Καλυψώ», Ομ. Οδ.)
8. απομακρύνω, αποκρούω («λιμὸν ἐρύκοι», Πίνδ.)
9. χωρίζω («ὀλίγος δ’ ἔτι χῶρος ἐρύκει», Ομ. Ιλ.)
10. παθ. ἐρύκομαι
α) μένω πίσω, δεν προχωρώ, βραδύνω, χρονοτριβώ
β) φυλάσσομαι, φρουρούμαι, είμαι ασφαλής («ἀνέδην ὅδε χῶρος ἐρύκεται» — αυτός ο χώρος είναι ανοιχτός σε όλους, Σοφ.)
11. φρ. (για νεκρό) «γῆ ἐρύκει» — η γη περιορίζει, κατέχει, κρατά γερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. θ. ερυ- < έρυμαι (βλ. λ. ερύω (II)) με παρέκταση -u- (πρβλ. διώκω). Κατ’ άλλη άποψη το θ. ανάγεται στο ερύω (βλ. λ. ερύω (I)) με την ίδια παρέκταση.
ΠΑΡ. αρχ. ερυκτήρες.
ΣΥΝΘ. αρχ. ανταπερύκω, απερύκω, διερύκω, εξερύκω, κατερύκω).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐρύκω — ἐρύ̱κω , ἐρύκω keep in pres subj act 1st sg ἐρύ̱κω , ἐρύκω keep in pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυκάκετε — ἐρύκω keep in aor imperat act 2nd pl (epic) ἐρύκω keep in aor ind act 2nd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρύκακε — ἐρύκω keep in aor imperat act 2nd sg (epic) ἐρύκω keep in aor ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυκακέειν — ἐρύκω keep in aor inf act (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυκάκω — ἐρύκω keep in aor subj act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρῦξαι — ἐρύκω keep in aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρύκακεν — ἐρύκω keep in aor ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρύκακε — ἐρύκω keep in aor ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρύκακεν — ἐρύκω keep in aor ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρύκεσθον — ἐρύ̱κεσθον , ἐρύκω keep in pres imperat mp 2nd dual ἐρύ̱κεσθον , ἐρύκω keep in pres ind mp 3rd dual ἐρύ̱κεσθον , ἐρύκω keep in pres ind mp 2nd dual ἐρύ̱κεσθον , ἐρύκω keep in imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”